δαίας

δαίας
δᾱΐᾱς , δάιος
hostile
fem acc pl
δᾱΐᾱς , δάιος
hostile
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Δαίας — (; – 313 μ.Χ.). Ρωμαίος αυτοκράτορας, ανιψιός του αυτοκράτορα Γαλερίου Βαλερίου Μαξιμιανού, ο οποίος τον υιοθέτησε. Το 305, μετά την παραίτηση του Διοκλητιανού και την αναγόρευση του θείου του ως αυγούστου, ανακηρύχθηκε καίσαρας και διορίστηκε… …   Dictionary of Greek

  • Μαξιμίνος — (Maximinus). Όνομα δύο Ρωμαίων αυτοκρατόρων. 1. Μ. ο Θραξ (Γάιος Ιούλιος Βήρος, 173 – 238 μ.Χ.). Ρωμαίος αυτοκράτορας (235 38 μ.Χ.). Ήταν χωρικός και καταγόταν από γοτθική φυλή της Θράκης. Είχε δυνατή σωματική διάπλαση, έτσι ο αυτοκράτορας… …   Dictionary of Greek

  • διωγμοί — Το σύνολο των πράξεων βίας που γίνονται με σκοπό να εκμηδενίσουν ένα πολιτικό ή θρησκευτικό κίνημα, να μειώσουν ή και να εξοντώσουν μία εθνική μειονότητα, όπως για παράδειγμα οι δ. των Αρμενίων (από τους Τούρκους) και των Εβραίων (από τον Χίτλερ) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”